απόπιμα
Смотреть что такое "απόπιμα" в других словарях:
απόπιμα — απόπιμα, το και απόπιομα, το υπόλειμμα πιοτού στο ποτήρι, βιδάνιο: Στους μισομεθυσμένους ο ταβερνιάρης έδινε να πιουν κι αποπίματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόπιμα — κ. πιομα, το [αποπίνω] υπόλειμμα ποτού στο ποτήρι … Dictionary of Greek